Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωμάτιον
προδωρέομαι
προδωσείω
προδωσέταιρος
προδωσίκομπος
προέγγονος
προεγγράφομαι
προεγγυάομαι
προεγγυεύω
προεγγύησις
προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προέγκλιμα
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
View word page
προεγγυεύω
προεγγῠ-εύω, only in Dor. form πρωγγυεύω, pf. inf. πεπρωγγυευκῆμεν, = foreg., Tab.Heracl. 1.155 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεγγυεύω
Headword (normalized):
προεγγυεύω
Headword (normalized/stripped):
προεγγυευω
IDX:
87108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεγγῠ-εύω</span>, only in Dor. form <span class="orth greek">πρωγγυεύω</span>, pf. inf. <span class="foreign greek">πεπρωγγυευκῆμεν,</span> = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 1.155 </span>.</div><br><br>'}