Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
View word page
ἀγριοκάρυον
ἀγριο-κάρυον, τό,
A). cob-nut, Hsch.


ShortDef

cob-nut

Debugging

Headword:
ἀγριοκάρυον
Headword (normalized):
ἀγριοκάρυον
Headword (normalized/stripped):
αγριοκαρυον
IDX:
870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κάρυον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cob-nut</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}