Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδομάτιον
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
προδοσίκομπος
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδουλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
View word page
προδοσίκομπος
προ-δοσίκομπος, ον,
A). f.l. for προδως- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδοσίκομπος
Headword (normalized):
προδοσίκομπος
Headword (normalized/stripped):
προδοσικομπος
IDX:
87081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-δοσίκομπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προδως-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}