Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόδομα
προδοματικός
προδομάτιον
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
προδοσίκομπος
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδουλειαι
πρόδουλος
View word page
προδόρπια
προδόρπια, τά,
A). early supper, Schwyzer 725.1 (Milet., vi B.C.).


ShortDef

early supper

Debugging

Headword:
προδόρπια
Headword (normalized):
προδόρπια
Headword (normalized/stripped):
προδορπια
IDX:
87079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87080
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδόρπια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">early supper,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Schwyzer</span> 725.1 </span> (Milet., vi B.C.).</div> </div><br><br>'}