πρόδομος
πρόδομ-ος, ὁ,
A). chamber entered immediately from the fore-court, ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων ; 9.473 ἐν προδόμῳ δόμου 24.673 , : later, in temples, opp. 4.302 ὀπισθόδομος, SIG 247 I 227 (Delph., iv B.C.):— also πρόδομον, τό, Inscr.Délos 370.14 (iii B.C.), CIG 2754 (Aphrodisias).