Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδίωξις
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομάτιον
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
προδοσίκομπος
View word page
προδομάτιον
προ-δομάτιον [ᾰ], τό,
A). = πρόδοσις 1 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδομάτιον
Headword (normalized):
προδομάτιον
Headword (normalized/stripped):
προδοματιον
IDX:
87071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-δομάτιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρόδοσις</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}