Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδίωξις
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομάτιον
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
View word page
προδοματικός
προ-δομᾰτικός
,
ή
,
όν
,
A).
by way of payment in advance,
μίσθωσις
Sammelb.
5761.26
(i A.D.).
ShortDef
by way of payment in advance
Debugging
Headword:
προδοματικός
Headword (normalized):
προδοματικός
Headword (normalized/stripped):
προδοματικος
IDX:
87070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-δομᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by way of payment in advance,</span> <span class="quote greek">μίσθωσις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 5761.26 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}