Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδίωξις
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομάτιον
προδομεύς
View word page
προδιυλίζω
προδιῡλίζω,
A). strain beforehand, Dsc. 1.71 .


ShortDef

strain beforehand

Debugging

Headword:
προδιυλίζω
Headword (normalized):
προδιυλίζω
Headword (normalized/stripped):
προδιυλιζω
IDX:
87062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιῡλίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strain beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.71 </span>.</div> </div><br><br>'}