Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδίωξις
προδοκάζω
View word page
προδιοικονομέω
προδιοικονομέω,
A). prepare before, ἑαυτόν Sch.D.T. p.170H.


ShortDef

prepare before

Debugging

Headword:
προδιοικονομέω
Headword (normalized):
προδιοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
προδιοικονομεω
IDX:
87055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87056
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιοικονομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prepare before,</span> <span class="foreign greek">ἑαυτόν</span> Sch.D.T.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:p.170H" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:p.170H/canonical-url/"> p.170H. </a> </div> </div><br><br>'}