προδικέω
προδῐκ-έω,(πρόδικος)
A). to be a patron, advocate, or guardian, τοῦ ἀλλοτρίου ἀπελευθέρου Fr. 100 , cf. , 2.787b 973a ; τῶν τούτου τέκνων Mitteis Chr. 88 i 15 (ii A.D.); τῶν ἐνύδρων . 2.975c
II). act as advocate, ὑπέρ .. GDI 1432b5 (Hypata).