Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιεξοδεύω
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
View word page
προδιιδρόομαι
προδι-ιδρόομαι, Pass.,
A). exude before, Gal. 17(1).988 .


ShortDef

exude before

Debugging

Headword:
προδιιδρόομαι
Headword (normalized):
προδιιδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιιδροομαι
IDX:
87043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδι-ιδρόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exude before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).988 </span>.</div> </div><br><br>'}