προδιέρχομαι
προδι-έρχομαι,
A). go through before, of motions of the bowels, Acut. 67 , cf. Coac. 64 ; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς Cyn. 1.7 .
II). go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται ; 2.67 τι ; 1.9 αἰτίαν AJ 4.2.1 ; περί τινος ; 3.11 ὡς .. AJ 12.3.3 .
III). of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, (iii A.D.); 1706.15 τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI 4.295.7 (iii A.D.).