Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεξοδεύω
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
View word page
προδιαχρίω
προδια-χρίω
[ῑ
],
A).
smear, anoint previously,
τὰς ῥῖνας
Dsc.
3.78
.
ShortDef
smear, anoint previously
Debugging
Headword:
προδιαχρίω
Headword (normalized):
προδιαχρίω
Headword (normalized/stripped):
προδιαχριω
IDX:
87028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87029
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-χρίω</span> <span class="foreign greek">[ῑ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smear, anoint previously,</span> <span class="quote greek">τὰς ῥῖνας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.78 </span> .</div> </div><br><br>'}