Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεξοδεύω
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
View word page
προδιαττάω
προδια-ττάω,
A). sift beforehand, πυρόν Gal. 18(1).470 .


ShortDef

sift beforehand

Debugging

Headword:
προδιαττάω
Headword (normalized):
προδιαττάω
Headword (normalized/stripped):
προδιατταω
IDX:
87025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-ττάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sift beforehand,</span> <span class="quote greek">πυρόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).470 </span> .</div> </div><br><br>'}