Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
View word page
προδιατέμνω
προδια-τέμνω,
A). cut through beforehand, Id. 18(2).438 .


ShortDef

cut through beforehand

Debugging

Headword:
προδιατέμνω
Headword (normalized):
προδιατέμνω
Headword (normalized/stripped):
προδιατεμνω
IDX:
87022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-τέμνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut through beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 18(2).438 </span>.</div> </div><br><br>'}