Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιασκέπτομαι
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
View word page
προδιατείνω
προδια-τείνω,
A). fix in position beforehand, τὴν κάτω γένυν Gal. 18(1).461 .


ShortDef

fix in position beforehand

Debugging

Headword:
προδιατείνω
Headword (normalized):
προδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
προδιατεινω
IDX:
87021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fix in position beforehand,</span> <span class="quote greek">τὴν κάτω γένυν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).461 </span> .</div> </div><br><br>'}