Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασαφηνίζω
προδιασάφησις
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκέπτομαι
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
View word page
προδιασμήχω
προδια-σμήχω,
A). cleanse thoroughly first, Gal. 15.690 ( Pass.).


ShortDef

cleanse thoroughly first

Debugging

Headword:
προδιασμήχω
Headword (normalized):
προδιασμήχω
Headword (normalized/stripped):
προδιασμηχω
IDX:
87014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87015
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-σμήχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cleanse thoroughly first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.690 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}