Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασαφηνίζω
προδιασάφησις
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκέπτομαι
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
View word page
προδιασκοπέω
προδια-σκοπέω,
A). = -σκέπτομαι , D.C. Fr. 70.8 .


ShortDef

examine well beforehand

Debugging

Headword:
προδιασκοπέω
Headword (normalized):
προδιασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
προδιασκοπεω
IDX:
87013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-σκοπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-σκέπτομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 70.8 </span>.</div> </div><br><br>'}