Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασαφηνίζω
προδιασάφησις
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκέπτομαι
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
View word page
προδιασήπω
προδια-σήπω,
A). cause to putrefy first, Gal. 17(1).735 .


ShortDef

cause to putrefy first

Debugging

Headword:
προδιασήπω
Headword (normalized):
προδιασήπω
Headword (normalized/stripped):
προδιασηπω
IDX:
87010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-σήπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to putrefy first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).735 </span>.</div> </div><br><br>'}