Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασαφηνίζω
προδιασάφησις
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκέπτομαι
προδιασκευή
προδιασκοπέω
View word page
προδιαριθμέομαι
προδιᾰριθμέομαι, Pass.,
A). to be enumerated before, Apollon.Cit. 1 .


ShortDef

to be enumerated before

Debugging

Headword:
προδιαριθμέομαι
Headword (normalized):
προδιαριθμέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαριθμεομαι
IDX:
87003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιᾰριθμέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be enumerated before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0660.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0660.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.Cit.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}