Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
View word page
ἀγριόκαρδον
ἀγριό-καρδον, τό,
A). = ἄκανθα Αἰγυπτία , AB 1096 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριόκαρδον
Headword (normalized):
ἀγριόκαρδον
Headword (normalized/stripped):
αγριοκαρδον
IDX:
869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριό-καρδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄκανθα Αἰγυπτία</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 1096 </span>.</div> </div><br><br>'}