Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
View word page
προδιαπίπτω
προδια-πίπτω,
A). err through haste, Stoic. 3.147 .


ShortDef

err through haste

Debugging

Headword:
προδιαπίπτω
Headword (normalized):
προδιαπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προδιαπιπτω
IDX:
86996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">err through haste,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.147 </span>.</div> </div><br><br>'}