Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
View word page
προδιαντλέομαι
προδιαντλέομαι, Pass.,
A). to be exhausted beforehand, λόγος dub.l. in Ath. 5.185a .


ShortDef

to be exhausted beforehand

Debugging

Headword:
προδιαντλέομαι
Headword (normalized):
προδιαντλέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαντλεομαι
IDX:
86993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιαντλέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be exhausted beforehand,</span> <span class="foreign greek">λόγος</span> dub.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:5:185a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:5.185a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 5.185a </a>.</div> </div><br><br>'}