Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
View word page
προδιαμασάομαι
προδια-μᾰσάομαι,
A). chew first, Archig. ap. Gal. 12.876 .


ShortDef

chew first

Debugging

Headword:
προδιαμασάομαι
Headword (normalized):
προδιαμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαμασαομαι
IDX:
86990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-μᾰσάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chew first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archig.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.876 </span>.</div> </div><br><br>'}