Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιακρίνω
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
View word page
προδιαλογισμός
προδια-λογισμός, ,
A). previous casting up of accounts, PTeb. 89.2 , al. (ii B.C.).


ShortDef

previous casting up of accounts

Debugging

Headword:
προδιαλογισμός
Headword (normalized):
προδιαλογισμός
Headword (normalized/stripped):
προδιαλογισμος
IDX:
86987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-λογισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous casting up of accounts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 89.2 </span>, al. (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}