Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιακρίνω
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
View word page
προδιάληψις
προδιά-ληψις, εως, ,
A). preliminary explanation, Ptol. Alm. 1.9 .


ShortDef

preliminary explanation

Debugging

Headword:
προδιάληψις
Headword (normalized):
προδιάληψις
Headword (normalized/stripped):
προδιαληψις
IDX:
86984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιά-ληψις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preliminary explanation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 1.9 </span>.</div> </div><br><br>'}