Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιακρίνω
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
View word page
προδιάλεξις
προδιά-λεξις
,
εως
,
ἡ
,
A).
conversing beforehand,
Gloss.
ShortDef
conversing beforehand
Debugging
Headword:
προδιάλεξις
Headword (normalized):
προδιάλεξις
Headword (normalized/stripped):
προδιαλεξις
IDX:
86982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86983
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιά-λεξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conversing beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}