Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιακρίνω
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
View word page
προδιακενόω
προδια-κενόω,
A). evacuate completely first, Aët. 8.50 .


ShortDef

evacuate completely first

Debugging

Headword:
προδιακενόω
Headword (normalized):
προδιακενόω
Headword (normalized/stripped):
προδιακενοω
IDX:
86973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-κενόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">evacuate completely first,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg008:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg008:50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 8.50 </a>.</div> </div><br><br>'}