Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιακρίνω
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγω
View word page
προδιακατέχω
προδια-κατέχω,
A). hold first, ἐν ταῖς ἀγκάλαις Sor. 1.106 .


ShortDef

hold first

Debugging

Headword:
προδιακατέχω
Headword (normalized):
προδιακατέχω
Headword (normalized/stripped):
προδιακατεχω
IDX:
86971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-κατέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold first,</span> <span class="quote greek">ἐν ταῖς ἀγκάλαις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:106" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.106/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.106 </a> .</div> </div><br><br>'}