Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαγωνιστής
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
View word page
προδιαθερμαίνω
προδια-θερμαίνω
,
A).
warm through before,
in Pass.,
Gal.
7.187
.
ShortDef
warm through before
Debugging
Headword:
προδιαθερμαίνω
Headword (normalized):
προδιαθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
προδιαθερμαινω
IDX:
86963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86964
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-θερμαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warm through before,</span> in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.187 </span>.</div> </div><br><br>'}