Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαγωνιστής
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
View word page
προδιάζω
προδιάζω
, of a banker,
A).
pay
or
advance
money,
POxy.
180
(iii A.D.).
ShortDef
pay
Debugging
Headword:
προδιάζω
Headword (normalized):
προδιάζω
Headword (normalized/stripped):
προδιαζω
IDX:
86962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86963
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιάζω</span>, of a banker, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pay</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">advance</span> money, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 180 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}