Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαγωνιστής
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
View word page
προδιαγωγή
προδιᾰγωγή
,
ἡ
,
A).
previous passing through,
δῑ ἀργίλου
Plu.
2.913c
.
ShortDef
previous passing through
Debugging
Headword:
προδιαγωγή
Headword (normalized):
προδιαγωγή
Headword (normalized/stripped):
προδιαγωγη
IDX:
86957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86958
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδιᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous passing through,</span> <span class="quote greek">δῑ ἀργίλου</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.913c </span> .</div> </div><br><br>'}