Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημαγωγέω
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαγωνιστής
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
View word page
προδιαβολή
προδια-βολή, ,
A). discrediting in advance, Aps. pp.242,247 H.


ShortDef

discrediting in advance

Debugging

Headword:
προδιαβολή
Headword (normalized):
προδιαβολή
Headword (normalized/stripped):
προδιαβολη
IDX:
86951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδια-βολή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">discrediting in advance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aps.</span> pp.242,247 </span> H.</div> </div><br><br>'}