Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημαγωγέω
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
View word page
προδημαγωγέω
προδημᾰγωγέω,
A). f.l. for προσδ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδημαγωγέω
Headword (normalized):
προδημαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
προδημαγωγεω
IDX:
86945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προδημᾰγωγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προσδ-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}