Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προγραμμός
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
προγυμνάσιον
προγύμνασμα
προγυμναστής
προγυμνόω
προγωνία
προδαῆναι
προδανείζω
προδανεισμός
προδανειστής
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
View word page
προγωνία
προγωνία, , a garment worn by cooks, Hsch. (ante πρόγονοι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προγωνία
Headword (normalized):
προγωνία
Headword (normalized/stripped):
προγωνια
IDX:
86922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προγωνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a garment worn by cooks, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (ante <span class="foreign greek">πρόγονοι</span>).</div><br><br>'}