Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
προγνωσία
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονεῦσαι
προγόνη
προγονητικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραμμός
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
View word page
προγονητικός
προγον-ητικός, f.l. for sq., Aristid. Or. 30(10).24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προγονητικός
Headword (normalized):
προγονητικός
Headword (normalized/stripped):
προγονητικος
IDX:
86907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προγον-ητικός</span>, f.l. for sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0284.tlg001.perseus-grc1:30(10).24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0284.tlg001.perseus-grc1:30(10).24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 30(10).24 </a>.</div><br><br>'}