Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
προγνωσία
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονεῦσαι
προγόνη
προγονητικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραμμός
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
View word page
προγονεῦσαι
προγονεῦσαι· προελθεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προγονεῦσαι
Headword (normalized):
προγονεῦσαι
Headword (normalized/stripped):
προγονευσαι
IDX:
86905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προγονεῦσαι·</span> <span class="foreign greek">προελθεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}