Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
προγνωσία
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονεῦσαι
προγόνη
προγονητικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραμμός
προγραφή
View word page
προγνώστης
προ-γνώστης, ου, ,
A). skilled in prognosis, of physicians, Cat.Cod.Astr. 8(4).176 .


ShortDef

skilled in prognosis

Debugging

Headword:
προγνώστης
Headword (normalized):
προγνώστης
Headword (normalized/stripped):
προγνωστης
IDX:
86903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-γνώστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skilled in prognosis,</span> of physicians, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).176 </span>.</div> </div><br><br>'}