Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
View word page
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριο-κάρδαμον, τό,
A). = ἰβηρίς , Gal. 13.353 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριοκάρδαμον
Headword (normalized):
ἀγριοκάρδαμον
Headword (normalized/stripped):
αγριοκαρδαμον
IDX:
868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κάρδαμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἰβηρίς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.353 </span>.</div> </div><br><br>'}