Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προγαργαλίζω
προγαστρίδιος
προγαστρικός
προγάστριον
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέτωρ
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
View word page
προγεννήτειρα
προγενν-ήτειρα, ,
A). ancestress: mother, Lyc. 183 .


ShortDef

ancestress: mother

Debugging

Headword:
προγεννήτειρα
Headword (normalized):
προγεννήτειρα
Headword (normalized/stripped):
προγεννητειρα
IDX:
86880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προγενν-ήτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ancestress: mother,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 183 </span>.</div> </div><br><br>'}