Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβουλή
προβούλιον
προβούλομαι
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβωθέω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιος
προγαστρικός
προγάστριον
View word page
προβωθέω
προβωθέω,
A). v. προβοηθέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβωθέω
Headword (normalized):
προβωθέω
Headword (normalized/stripped):
προβωθεω
IDX:
86863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβωθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προβοηθέω.</span> </div> </div><br><br>'}