Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβουλευμάτιον
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβούλομαι
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβωθέω
προβώμιος
προγαμέω
View word page
προβούλομαι
προβούλ-ομαι,
A). v. προβέβουλα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβούλομαι
Headword (normalized):
προβούλομαι
Headword (normalized/stripped):
προβουλομαι
IDX:
86855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβούλ-ομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προβέβουλα.</span> </div> </div><br><br>'}