Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβοηθέω
προβόλαιος
προβολάριος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβολλεύω
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος
πρόβονεν
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβουλευμάτιον
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
View word page
πρόβονεν
πρόβονεν· ἐπέρανεν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόβονεν
Headword (normalized):
πρόβονεν
Headword (normalized/stripped):
προβονεν
IDX:
86844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόβονεν·</span> <span class="foreign greek">ἐπέρανεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}