Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολάριος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβολλεύω
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος
πρόβονεν
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβουλευμάτιον
View word page
προβολλεύω
προβολλεύω, Aeol. for
A). προβουλεύω 1.2 , IG 12(2).526d4 (Eresos).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβολλεύω
Headword (normalized):
προβολλεύω
Headword (normalized/stripped):
προβολλευω
IDX:
86840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβολλεύω</span>, Aeol. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">προβουλεύω</span> <span class="bibl"> 1.2 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).526d4 </span> (Eresos).</div> </div><br><br>'}