Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβλής
προβλητέον
προβλητικός
προβλῆτις
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολάριος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβολλεύω
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος
πρόβονεν
προβόσκημα
προβοσκίς
View word page
προβολάριος
προβολ-άριος, , dub. sens. in BGU 14 v 18 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβολάριος
Headword (normalized):
προβολάριος
Headword (normalized/stripped):
προβολαριος
IDX:
86836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβολ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 14 v 18 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}