Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβληματικός
προβλημάτιον
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητέον
προβλητικός
προβλῆτις
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολάριος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβολλεύω
προβόλιον
View word page
προβλήτωρ
προ-βλήτωρ, ορος, ,
A). producer, Gloss.


ShortDef

producer

Debugging

Headword:
προβλήτωρ
Headword (normalized):
προβλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
προβλητωρ
IDX:
86831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-βλήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">producer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}