Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβλημάτιον
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητέον
προβλητικός
View word page
προβλεπτικός
προβλεπτικός, , όν,
A). able to foresee, τῶν μελλόντων Eust. 83.33 .


ShortDef

able to foresee

Debugging

Headword:
προβλεπτικός
Headword (normalized):
προβλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
προβλεπτικος
IDX:
86818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβλεπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">able to foresee,</span> <span class="quote greek">τῶν μελλόντων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:83:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:83.33/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 83.33 </a> .</div> </div><br><br>'}