Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβλημάτιον
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητέον
View word page
πρόβλαστος
πρόβλαστος
,
ὁ
, epith. of Dionysus,
Lyc.
577
(
ἐπεί, ὅταν βλαστάνωσιν αἱ ἄμπελοι .. , θύουσιν αὐτῷ,
Sch.).
II).
f.l. for
πρωΐβλαστος
, q.v.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρόβλαστος
Headword (normalized):
πρόβλαστος
Headword (normalized/stripped):
προβλαστος
IDX:
86817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86818
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόβλαστος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, epith. of Dionysus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 577 </span> (<span class="foreign greek">ἐπεί, ὅταν βλαστάνωσιν αἱ ἄμπελοι .. , θύουσιν αὐτῷ,</span> Sch.). <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πρωΐβλαστος</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}