Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβλημάτιον
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
View word page
προβίωτος
προβῐ/-ωτος, ον,
A). having had a prior existence, οὐ π. [ἡψυχὴ] τοῦ σώματος ἔσται Sophon. in de An. 135.1 .


ShortDef

having had a prior existence

Debugging

Headword:
προβίωτος
Headword (normalized):
προβίωτος
Headword (normalized/stripped):
προβιωτος
IDX:
86814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβῐ/-ωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having had a prior existence,</span> <span class="foreign greek">οὐ π. [ἡψυχὴ] τοῦ σώματος ἔσται</span> Sophon. <span class="tr" style="font-weight: bold;">in de An.</span> <span class="bibl"> 135.1 </span>.</div> </div><br><br>'}