Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβιβάς
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιβῶν
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
πρόβλαστος
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
View word page
προβιβῶν
προβῐβῶν, ν. προβαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβιβῶν
Headword (normalized):
προβιβῶν
Headword (normalized/stripped):
προβιβων
IDX:
86811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86812
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προβῐβῶν</span>, <span class="foreign greek">ν. προβαίνω.</span> </div><br><br>'}